- ακάτιο
- τομικρή βάρκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακάτιο — το (Α ἀκάτιον) [ἄκατος] μικρή άκατος, μικρό πλοίο αρχ. 1. είδος ιστίου (πανιού) (Ξεν. Ελλ. 6, 2, 27, Πλούτ. 2.15d, Λουκ., Ζευς τραγ, 46) 2. ποτηράκι (Επικράτ. άδ. 2) 3. σανδάλι γυναικείο (Πολυδ. 7, 93, Ησύχ.) 4. μικρόσωμος άνθρωπος, νάνος… … Dictionary of Greek
παρακάτιο — το ναυτ. το καθένα από τα δύο παρίστια, δηλ. παραπληρωματικά ιστία, που απλώνονται δίπλα στο ακάτιο ιστίο, αλλ. σκουπαμάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ακάτιο, υποκορ. τού άκατος «είδος ιστίου». Η λ. στον λόγιο τ. παρακάτιον, μαρτυρείται από το 1858 … Dictionary of Greek
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
καμάρα — Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 287 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 59 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. 2. Ημιορεινός οικισμός … Dictionary of Greek
κανό — I (Kano). Πόλη (3.329.900 κάτ. το 2003) της Νιγηρίας και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (20.131 τ. χλμ., 9.728.300 κάτ.). Αποτελεί κέντρο της φυλής των Xάουσα και ιδρύθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, τα πανάρχαια χρόνια από έναν σιδερά που… … Dictionary of Greek
τρέγα — τα, Ν ναυτ. καθένα από τα μεγάλα κατώτερα τετράγωνα ιστία τού πλοίου, δηλαδή η μεγίστη ή το ακάτιο … Dictionary of Greek
τρίγκος — ο, Ν ναυτ. (κν. ονομ.) το ακάτιο ιστίο … Dictionary of Greek
κατάρτι ή ιστός — Μεγάλο κυλινδρικό δοκάρι, κάθετο στον επιμήκη άξονα του πλοίου, όπου αναρτώνται οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά. Επινοήθηκε, όταν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο άνεμος ως κινητήρια δύναμη. Το κ., και γενικά η αρματωσιά (εξαρτία) των πλοίων … Dictionary of Greek
λάιτνινγκ — (lightning). Ιστιοφόρο ακάτιο, ενιαίου τύπου, για λεμβοδρομίες. Έχει σκάφος με ανυψωμένη κατά την κίνηση τρόπιδα και ευμετάβλητη παρέκκλιση και ανήκει στις διεθνείς κατηγορίες. Σχεδιάστηκε το 1939 από τον Αμερικανό Όλιν Στίβενς και είναι… … Dictionary of Greek
κανό — το (λ. γαλλ.), άκλ., ακάτιο κωπήλατο ή ιστιοφόρο, μονόξυλο: Σε πολλές χώρες κάνουν αγώνες μετα κανό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)